Τι σημαίνει κουντουρντίζω;


Απαντήσεις





Κουντουρντίζω ή κουτουρντίζω σημαίνει τρελαίνομαι, αφηνιάζω, λυσσάω, ξεσαλώνω. Τη λέξη τη βρήκα μόνο στο Μείζον, αλλά είναι ολοζώντανη στο Διαδίκτυο. Θα τη βρείτε σε γλωσσάρια της λεσβιακής διαλέκτου, ωστόσο λέγεται και στη Θεσσαλονίκη και γενικά σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Δάνειο από το το τούρκικο kudurdim, αόριστο του ρήματος kudurmak, που θα πει "λυσσάω", με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια.

Κουτουρντισμένος είναι ο τρελαμένος, αλλά και ειδικότερα ο λυσσασμένος με την ερωτική έννοια, αυτός που βρίσκεται σε ερωτική έξαρση. Ο Γ. Σκαμπαρδώνης έγραψε, τον Δεκέμβριο του 2008, χρονογράφημα για "μια νέα γενιά ευνουχισμένη και κουντουρντισμένη".

"Κουντούρντισες", λέγανε συχνά οι μητέρες στα παιδιά, όταν γύριζαν σπίτι κάθιδρα και σκονισμένα από το παιχνίδι: "κάτσε λίγο, κουτούρντισες σήμερα". Κουντούρντισμα είναι το ξεφάντωμα, που θα το βρείτε σε μανηγύρια στην επαρχία, αλλά και σε αυτοκριτικά κείμενα όπως : "Γιατί η ξέφρενη διασκέδαση και οι καταχρήσεις είναι το εθνικό μας "αναλωστήρι", το κουντούρντισμα μιας κοινωνίας που έχει αντιληφθεί ότι οι αξίες και τα πρότυπα της την έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη πρώση" (Διαδύκτιο).

Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος
Από το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου "Λέξεις Που Χάνονται"



Προσθήκη νέας απάντησης