Υποβλήθηκε από psilos την Δευ, 10/08/2015 - 09:17.
Αντράλα (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακούγεται περισσότερο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης «ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.
Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οδύσσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε τη χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκκο κι αντραλίζομαι»· έτσι αυτή ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που τη χρησιμοποίησε στη Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης, βουλευτής Λάρισας.
Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό· μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλο μου (Μ. Λοΐζος - Λ. Παπαδόπουλος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει». Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν έπρεπε να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας.
Για να μας αναφέρετε οποιοδήποτε πρόβλημα (σφάλμα, ανακρίβεια, θέμα που αφορά πνευματικά δικαιώματα κ.τ.λ.) σχετικά με αυτή την καταχώρηση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας μέσω της φόρμας επικοινωνίας.
Απαντήσεις
Αντράλα (και ντράλα) είναι η
Αντράλα (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακούγεται περισσότερο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης «ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.
Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οδύσσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε τη χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκκο κι αντραλίζομαι»· έτσι αυτή ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που τη χρησιμοποίησε στη Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης, βουλευτής Λάρισας.
Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό· μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλο μου (Μ. Λοΐζος - Λ. Παπαδόπουλος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει». Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν έπρεπε να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας.
Προσθήκη νέας απάντησης