Τι είναι Αντράλα;


Τι σημαίνει και από προέρχεται η λέξη Αντράλα;

Απαντήσεις





Αντράλα (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακούγεται περισσότερο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης «ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.

Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οδύσσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε τη χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκκο κι αντραλίζομαι»· έτσι αυτή ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που τη χρησιμοποίησε στη Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης, βουλευτής Λάρισας.

Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό· μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλο μου (Μ. Λοΐζος - Λ. Παπαδόπουλος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει». Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν έπρεπε να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας.



Προσθήκη νέας απάντησης