Υποβλήθηκε από psilos την Σάβ, 23/05/2015 - 16:18.
Καταχανάς είναι ο βρυκόλακας· η λέξη είναι μεσαιωνική και για την ετυμολογία της δεν έχει διατυπωθεί επιστική εξήγηση· ίσως από το καταχώνω > καταχωνάς, ίσως από το κατά + χαν- του χαίνω. Ακούγεται τουλάχιστον στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, όπου διηγούνται και διάφορες τρομακτικές ιστορίες για καταχανάδες. Ο αδικοσκοτωμένος, ο νεκρός που θάφτηκε αδιάβαστος ή κακοδιαβασμένος, ο καταραμένος από την εκκλησία ή τους γονιούς του, αυτός μπορεί να γίνει καταχανάς. Για να μη βγαίνει έξω, πρέπει ο τάφος του να σφραγιστεί με ασβέστη.
Η λε΄ξη χρησιμοποιείται υβριστικά, ήδη από πολύ παλιά· σε ποίημα για την άλωση της Πόλης, ο ποιητής καταριέται «τον Τούρκον τον καταχανάν της ανομίας τον φίλον». Μεταφορικά, καταχανάς είναι ο άπληστος άνθρωπος, ο αχόρταγος. Στην κλασική του μετάφραση του Δον Κιχώτη, ο Κ. Καρθαίος βάζει κάπου να αποκαλούν «καταχανά λιμασμένο» τον αιώνια πεινασμένο Σνατσο Πάνθα.
Καταχανάς είναι κι ο εφιάλτης, ο βραχνάς που ρίχνει τη βαριά σκιά του. Ο δημοτικιστής Πέτρος Βλαστός, που χρησιμοποιούσε τη λέξη, είχε αποκαλέσει «καταχανά» την αντωνυμία ο οποίος! Κάπου διάβασα όμως ότι σήμερα στη Ρόδο καταχανάς σημαίνει τον εντελώς άχρηστο και ανίκανο, και ότι χρησιμοποιείται και σαν περίπου συνώνυμο της συχνότερης ελληνικής βρισιάς - sic transit...
Για να μας αναφέρετε οποιοδήποτε πρόβλημα (σφάλμα, ανακρίβεια, θέμα που αφορά πνευματικά δικαιώματα κ.τ.λ.) σχετικά με αυτή την καταχώρηση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας μέσω της φόρμας επικοινωνίας.
Απαντήσεις
Καταχανάς είναι ο βρυκόλακας·
Καταχανάς είναι ο βρυκόλακας· η λέξη είναι μεσαιωνική και για την ετυμολογία της δεν έχει διατυπωθεί επιστική εξήγηση· ίσως από το καταχώνω > καταχωνάς, ίσως από το κατά + χαν- του χαίνω. Ακούγεται τουλάχιστον στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, όπου διηγούνται και διάφορες τρομακτικές ιστορίες για καταχανάδες. Ο αδικοσκοτωμένος, ο νεκρός που θάφτηκε αδιάβαστος ή κακοδιαβασμένος, ο καταραμένος από την εκκλησία ή τους γονιούς του, αυτός μπορεί να γίνει καταχανάς. Για να μη βγαίνει έξω, πρέπει ο τάφος του να σφραγιστεί με ασβέστη.
Η λε΄ξη χρησιμοποιείται υβριστικά, ήδη από πολύ παλιά· σε ποίημα για την άλωση της Πόλης, ο ποιητής καταριέται «τον Τούρκον τον καταχανάν της ανομίας τον φίλον». Μεταφορικά, καταχανάς είναι ο άπληστος άνθρωπος, ο αχόρταγος. Στην κλασική του μετάφραση του Δον Κιχώτη, ο Κ. Καρθαίος βάζει κάπου να αποκαλούν «καταχανά λιμασμένο» τον αιώνια πεινασμένο Σνατσο Πάνθα.
Καταχανάς είναι κι ο εφιάλτης, ο βραχνάς που ρίχνει τη βαριά σκιά του. Ο δημοτικιστής Πέτρος Βλαστός, που χρησιμοποιούσε τη λέξη, είχε αποκαλέσει «καταχανά» την αντωνυμία ο οποίος! Κάπου διάβασα όμως ότι σήμερα στη Ρόδο καταχανάς σημαίνει τον εντελώς άχρηστο και ανίκανο, και ότι χρησιμοποιείται και σαν περίπου συνώνυμο της συχνότερης ελληνικής βρισιάς - sic transit...
Προσθήκη νέας απάντησης