Τι είναι το Κάσαρο;


Τι σημαίνει και από που προέρχεται η λέξη Κάσαρο;

Απαντήσεις





Κάσαρο είναι το επίστεγο πάνω από την πρύμνη του πλοίου, δηλαδή το υπερυψωμένο τμήμα που μοιάζει με καμπίνα· τυπική λέξη της ναυτικής ορολογίας, δεν θα παραξενευτούμε που είναι δάνειο από τα βενετικά, ωστόσο η συνολική ετυμολογική της διαδρομή είναι μάλλον λαβυρινθώδης: η βενετική λέξη cássaro (ιταλικά: cassero) είναι δάνειο από το αραβικό qasr, που σημαίνει ένα απομονωμένο κτίριο συχνά στην κορυφή άλλου κτιρίου, που είναι δάνειο από το βυζαντινό κάστρον, το οποίο, για να κλείσουμε τον κύκλο, είναι δάνειο από το λατινικό castrum, φρούριο.

Στα παλιά λεξικά μπορεί και να τη βρείτε με δύο «σ», κάσσαρο. Στα νεότερα δεν θα τη βρείτε. Στα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα η λέξη εμφανίζεται συνεχώς, π.χ. «Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος, βλαστημούσε κι έβριζε, κινώντας τα χέρια σα φτερωτές» (Βιοπαλαιστής).

Το κάσαρο ήταν η θέση του καπετάνιου στα παλιά καράβια. «Ο Καπετάν Μανώλης κάθισε δύσθυμος στο κιλίμι που ήταν στρωμένο στο κάσαρο της πρύμνης πλάι στο δοιάκι». (Καραγάτσης, Αίμα χαμένο και κερδισμένο). Και στα πιο παλιά: «του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται» (Οδύσσεια, μετάφραση Εφταλιώτη).



Προσθήκη νέας απάντησης