Υποβλήθηκε από psilos την Πέμ, 13/08/2015 - 09:06.
Στη λαογραφία, το χαμοδράκι είναι ποιμενικός δαίμονας, που παίρνει τη μορφή αλλόκοτου πλάσματος ή σκύλου ή άλλου ζώου και βατεύει προβατίνες και γίδες - οπότε αυτές μαυρίζουν, πρήζονται και πεθαίνουν. Από το χάμω + δράκος. Πιστεύεται ότι τα χαμοδράκια προέρχονται από νόθα και έκθετα βρέφη, που πέθαναν αβάφτιστα. Λέγονται και σμερδάκια, λέξη σλαβικής αρχής.
Ο Παλαμάς έγραψε: «τη νύχτα, σαν τα παγανά και σαν τα χαμοδράκια, σα μολεμένοι ανασασμοί…» ενώ στην Οδύσσεια του Καζαντζάη ένα εξωτικό κομπάζει: «κι ήρθε πια ο καιρός εμείς τα χαμοδράκια / να σκαρφαλώνουμε στις ροβιθιές να τρώμε τα ροβίθια!»
Ο Ν. Πολίτης στις Παραδόσεις του καταγράφει 29 διαφορετικά περιστατικά με χαμοδράκια. Αντιγράφω ένα απόσπασμα για το πως ψόφησαν έφτα «πανώρια βόδια» στο Λεβίδι: «Ένα μεγάλο χαμουθράκι, ίσιαμ’ ένα αγριόγατο -έρμο να ΄ναι!- πήγε τη νύχτα και τα μαρκάλισε ούλα στην αράδα. Εφουσκώναν, εφουσκώναν ούλη τη νύχτα, ίσιαμε που χάραξε κι ελάλησε τ’ ορνίθι. Υστερνά, έπαρ’ τα χάμου!»
Για να μας αναφέρετε οποιοδήποτε πρόβλημα (σφάλμα, ανακρίβεια, θέμα που αφορά πνευματικά δικαιώματα κ.τ.λ.) σχετικά με αυτή την καταχώρηση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας μέσω της φόρμας επικοινωνίας.
Απαντήσεις
Στη λαογραφία, το χαμοδράκι
Στη λαογραφία, το χαμοδράκι είναι ποιμενικός δαίμονας, που παίρνει τη μορφή αλλόκοτου πλάσματος ή σκύλου ή άλλου ζώου και βατεύει προβατίνες και γίδες - οπότε αυτές μαυρίζουν, πρήζονται και πεθαίνουν. Από το χάμω + δράκος. Πιστεύεται ότι τα χαμοδράκια προέρχονται από νόθα και έκθετα βρέφη, που πέθαναν αβάφτιστα. Λέγονται και σμερδάκια, λέξη σλαβικής αρχής.
Ο Παλαμάς έγραψε: «τη νύχτα, σαν τα παγανά και σαν τα χαμοδράκια, σα μολεμένοι ανασασμοί…» ενώ στην Οδύσσεια του Καζαντζάη ένα εξωτικό κομπάζει: «κι ήρθε πια ο καιρός εμείς τα χαμοδράκια / να σκαρφαλώνουμε στις ροβιθιές να τρώμε τα ροβίθια!»
Ο Ν. Πολίτης στις Παραδόσεις του καταγράφει 29 διαφορετικά περιστατικά με χαμοδράκια. Αντιγράφω ένα απόσπασμα για το πως ψόφησαν έφτα «πανώρια βόδια» στο Λεβίδι: «Ένα μεγάλο χαμουθράκι, ίσιαμ’ ένα αγριόγατο -έρμο να ΄ναι!- πήγε τη νύχτα και τα μαρκάλισε ούλα στην αράδα. Εφουσκώναν, εφουσκώναν ούλη τη νύχτα, ίσιαμε που χάραξε κι ελάλησε τ’ ορνίθι. Υστερνά, έπαρ’ τα χάμου!»
Προσθήκη νέας απάντησης