Υποβλήθηκε από psilos την Δευ, 25/07/2016 - 13:33.
Ή ριπιτίδι, σπάνια περίπτωση λέξης με τέσσερα γιώτα. Σύμφωνα με τα παλιότερα λεξικά (διότι τα νεότερα δεν την έχουν), ριπιτί, ή ριπιτίδι είναι ο φόβος, ο τρόμος· εύχρηστο μόνο στην έκφραση «τον πήγε ριπιτί», δηλαδή «φοβήθηκε τρομερά». Αυτό που δεν λένε τα λεξικά είναι πως η κυριολεκτική σημασία της λέξεως ριπιτί είναι η διάρροια.
Η έκφραση έχει παλιώσει αλλά ακούγεται ακόμα. Επιπλέον έχει χρησιμοποιηθεί πολύ σε λογοτεχνικά κείμενα στο παρελθόν. Καταρχάς από σατιρικούς όπως ο Σουρής, που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον, π.χ. «Ο Τσάρος μας ανέβαλε τη στέψη του και πάλι / μ’ εκείνους τους μηδενιστές τον πάει ριπιτί» ή, απευθυνόμενος στον Μπίσμαρκ, «παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρωμερό παιχνίδι / και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιτίδι».
Όταν ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά, κάποιοι τον κοροϊδεύουν ότι είναι «από κείνους που τους πήγε ριπιτί μπροστά στους Μπολσεβίκους», ενώ σε μια διάσημη φράση από τα Λόγια της πλώρης ο Καρκαβίτσας δηλώνει πως ο λέοντας είναι πάντα επίφοβος, έστω και ξεδοντιασμένος: «Φτάνει το βρούχημα του να σε πάει ριπιτί». Ο δε Πολ. Δημητρακόπουλος, μεταφράζοντας τη Λυσιστράτη, έδωσε τον στίχο: «με πήγε ριπιτί την ώρα που αντίκρισα της Αθηνάς το φίδι».
Για να μας αναφέρετε οποιοδήποτε πρόβλημα (σφάλμα, ανακρίβεια, θέμα που αφορά πνευματικά δικαιώματα κ.τ.λ.) σχετικά με αυτή την καταχώρηση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας μέσω της φόρμας επικοινωνίας.
Απαντήσεις
Ή ριπιτίδι, σπάνια περίπτωση
Ή ριπιτίδι, σπάνια περίπτωση λέξης με τέσσερα γιώτα. Σύμφωνα με τα παλιότερα λεξικά (διότι τα νεότερα δεν την έχουν), ριπιτί, ή ριπιτίδι είναι ο φόβος, ο τρόμος· εύχρηστο μόνο στην έκφραση «τον πήγε ριπιτί», δηλαδή «φοβήθηκε τρομερά». Αυτό που δεν λένε τα λεξικά είναι πως η κυριολεκτική σημασία της λέξεως ριπιτί είναι η διάρροια.
Η έκφραση έχει παλιώσει αλλά ακούγεται ακόμα. Επιπλέον έχει χρησιμοποιηθεί πολύ σε λογοτεχνικά κείμενα στο παρελθόν. Καταρχάς από σατιρικούς όπως ο Σουρής, που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον, π.χ. «Ο Τσάρος μας ανέβαλε τη στέψη του και πάλι / μ’ εκείνους τους μηδενιστές τον πάει ριπιτί» ή, απευθυνόμενος στον Μπίσμαρκ, «παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρωμερό παιχνίδι / και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιτίδι».
Όταν ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά, κάποιοι τον κοροϊδεύουν ότι είναι «από κείνους που τους πήγε ριπιτί μπροστά στους Μπολσεβίκους», ενώ σε μια διάσημη φράση από τα Λόγια της πλώρης ο Καρκαβίτσας δηλώνει πως ο λέοντας είναι πάντα επίφοβος, έστω και ξεδοντιασμένος: «Φτάνει το βρούχημα του να σε πάει ριπιτί». Ο δε Πολ. Δημητρακόπουλος, μεταφράζοντας τη Λυσιστράτη, έδωσε τον στίχο: «με πήγε ριπιτί την ώρα που αντίκρισα της Αθηνάς το φίδι».
Προσθήκη νέας απάντησης