Τι είναι Commercial Paper (CP);


Στον οικονομικό τομέα, τι σημαίνει ο όρος Commercial Paper (CP);

Απαντήσεις





Commercial Paper (CP) σημαίνει εμπορικό χρεόγραφο. Ένα μη εγγυημένo (unsecured) ανώνυμο ομόλογο της αγοράς χρήματος που εκδίδεται κύρια από μεγάλες ιδιωτικές εμπορικές και βιομηχανικές εταιρίες αλλά σε μικρότερη έκταση και από τα κράτη, τις περιφερειακές κυβερνήσεις, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και δημόσιες επιχειρήσεις συνήθως κάτω της ονομαστικής του αξίας ή στο άρτιο για να καλύψει ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με λήξη από 30 έως 270 ημέρες. Είναι συγκεκριμένου ποσού και συγκεκριμένης λήξης, μεταβιβάσιμο και διαπραγματεύσιμο σε δευτερογενή αγορά την οποία δημιουργούν κύρια οι dealers των τραπεζών.

• Η έλλειψη εγγύησης αποπληρωμής (collateral) καλύπτεται από την υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (credit rating) που απολαμβάνουν οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις που εκδίδουν CPs. Οι επιχειρήσεις και οργανισμοί συνηθίζουν να διατηρούν επαρκή πιστωτικά όρια με τις τράπεζές τους ώστε να είναι σε θέση να αποπληρώνουν τα λήγοντα ομόλογα. Τα CPs αγοράζουν τράπεζες, άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ιδιώτες και κύρια θεσμικοί επενδυτές που αναμένουν υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα κρατικά έντοκα γραμμάτια και άλλα διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα.

• Εκτός από το βασικό τύπο ενός CP, αναφέρονται κύρια 4 ιδιαίτερες μορφές αυτού: η υποσχετική επιστολή (promissory note), η τραβηκτική (draft), η επιταγή (check) και το πιστοποιητικό καταθέσεων (certificate of deposit, CD). Είδος του CP είναι και τα Ευρωεμπορικά χρεόγραφα (Euro commercial papers, ECPs). Είναι τύπος ανωνύμων χρεογράφων που εκδίδονται εκτός των συνόρων της χώρας που εκδίδει το νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένα και η κυριότερη διαφορά από τα εθνικά εμπορικά χρεόγραφα είναι ότι έχουν λήξη διπλάσια αυτών.

• Υφίστανται δύο μέθοδοι έκδοσης ενός εμπορικού χρεογράφου: α) ο εκδότης μπορεί να διαθέσει απευθείας τα χρεόγραφα στους επενδυτές και ιδιαίτερα στα κεφάλαια της αγοράς χρήματος και σε θεσμικούς επενδυτές. Άμεσοι εκδότες είναι συνήθως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρίες που έχουν συχνή και μεγάλη ανάγκη από σημαντική χρηματοδότηση μεγάλων ποσών και θεωρούν πιο οικονομικό να πωλούν εμπορικά χρεόγραφα χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων και β) μπορεί να πωλήσει τα χρεόγραφα σε ένα διαπραγματευτή (dealer) ο οποίος στη συνέχεια τα πωλεί στην αγορά. Ο dealer μπορεί να είναι τράπεζα ή μεγάλη εταιρία εμπορίας χρεογράφων.

• Η δανειοδοτική μέθοδος του CP είναι διαδεδομένη στις ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αγορά εμπορικών χρεογράφων άρχισε να λειτουργεί τον Απρίλιο του 1986. Οι μεγάλες επιχειρήσεις γίνονται δεκτές στην αγορά εάν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και έχουν καθαρό ενεργητικό άνω των 50 εκατομμυρίων λιρών.

• O σκοπός των CPs ήταν να παράσχουν κεφάλαια για βραχύ χρονικό διάστημα προκειμένου να καλύψουν εποχικές ανάγκες ή γενικότερα κεφάλαια κίνησης. Τα πλεονεκτήματα αυτών είναι το χαμηλότερο κόστος δανεισμού, η απόκτηση μεγαλύτερης δημοσιότητας και κύρους του δανειολήπτη και η μεγάλη διασπορά των ομολόγων. Αυτό δε που διέκρινε παλαιότερα τα εμπορικά χρεόγραφα ήταν ότι έφερναν σε απευθείας επαφή τον επενδυτή με τη δανειζόμενη εκδότρια εταιρία. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου η δραστηριοποίηση των τραπεζών κατέστη σημαντική. Όλο πιο συχνά οι τράπεζες, είτε άμεσα ή έμμεσα μέσω εταιρίας ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle, SPV), αναλαμβάνουν τη διάθεση των εμπορικών χρεογράφων και την εγγύηση της αξιοπιστίας του εκδότη.



Προσθήκη νέας απάντησης